- πεταλόσχημος
- -η, -οο με σχήμα πετάλου, πεταλοειδής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεταλόσχημος — η, ο, Ν αυτός που έχει σχήμα πετάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλο + σχημος (< σχήμα), πρβλ. καρδιό σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Γ. Λαμπάκη] … Dictionary of Greek
πεταλοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα πετάλου, πεταλόσχημος: Πεταλοειδής μαγνήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)